- καλολογικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καλολογία, στην αισθητική τού λόγου («καλολογικά στοιχεία τού λογοτεχνήματος»)2. κομψός, γλαφυρός από φραστική άποψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλολογῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στον Π. Βράιλα Αρμένη].
Dictionary of Greek. 2013.